- ἰσοψύχως
- ἰσοψύχως adv. of ἰσόψυχος; AcPl Ha 6, 8.—Lit. s. ἰσόψυχος.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἰσοψύχως — ἰσοψύ̱χως , ἰσόψυχος of equal spirit adverbial ἰσοψύ̱χως , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόψυχος — ἰσόψυχος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει την ίδια γνώμη ή τις ίδιες ιδέες με άλλον αρχ. αυτός που είναι εξίσου ανδρείος, γενναίος με κάποιον. επίρρ... ἰσοψύχως (Μ) γενναίως, ανδρείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό ψυχος, σκληρό… … Dictionary of Greek